Πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο COVID-19 έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή μας σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η καραντίνα και η παρατεταμένη απομόνωση είναι μέτρα προστασίας αλλά συνοδεύονται με αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχολογία μας.
Εάν αναλογιστούμε ότι πριν την πανδημία η μειωμένη δέσμευση σε προληπτικές για την υγεία συμπεριφορές όπως η γυμναστική, η διατροφή και το κάπνισμα, υπολογίζεται ότι επηρέαζαν το 40% της πρόωρης θνησιμότητας, δεν μπορούμε να προβλέψουμε την τρέχουσα κατάσταση καθώς από την εκκίνηση της πανδημίας, οι αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία μας είναι αναπόφευκτες. Η μεγάλη περίοδος εγκλεισμού συνδέεται με θυμό, άρνηση και μετατραυματικό στρες. Συμπτώματα τα οποία είναι τόσο στρεσογόνα που χρειάζονται από 4 έως και 6 μήνες να καταλαγιάσουν.
Κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες, όπως το μειωμένο εισόδημα και οι αυξημένες ευθύνες φροντίδας, κυρίως για τις γυναίκες, μεγέθυναν τα εμπόδια προς έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής καθώς είναι απ’ τους κύριους παράγοντες για διάφορες ψυχολογικές ασθένειες, όπως η κατάθλιψη. Λίγοι δίνουν την απαραίτητη βαρύτητα στο πόσο δύσκολη είναι η πλήρης απασχόληση εντός σπιτιού. Πολλοί μπορεί να απειλούνται περισσότερο από αυτές τις απαιτήσεις και όχι από τον κορωνοϊό. Η καθιστική ζωή λόγω περιορισμού κίνησης ήταν μονόδρομος με αποτέλεσμα τη μείωση της καρδιομεταβολικής υγείας. Υπάρχει αύξηση κινδύνου για διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακά προβλήματα, στεφανιαία νόσο, καθώς και στα επίπεδα θνησιμότητας. Η κατανάλωση φαγητού αυξήθηκε, μέσω των συχνών σνακ, με αρνητικό αποτέλεσμα στη σωστή διατροφή. Μειώθηκε ημερησίως κατά μια μερίδα η κατανάλωση λαχανικών και φρούτων. Αυτή η αλλαγή συνεπάγεται με δυσλειτουργία στα συναισθήματα. Η κατανάλωση αλκοόλ αυξήθηκε σε αντίθεση με την θετικά ισόποση αναλογία στην διακοπή καπνίσματος. Επίσης η συνεχόμενη χρήση των υπολογιστών επηρεάζει τον ύπνο, την συγκέντρωση, την όραση με αποτέλεσμα τον αυξημένο κίνδυνο για κατάθλιψη και παχυσαρκία.
Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη σωματική και πνευματική υγεία είναι ακόμη άγνωστες καθώς ανακαλύφθηκε ότι θα έχουν διάρκεια έως και 3 χρόνια, με τις ηλικίες μεταξύ 18 και 24 ετών να έχουν ήδη καταγράψει την μεγαλύτερη αλλοίωση ψυχικής υγείας.
Published on Mancode